- εὐδιασκέδαστος
- εὐδια-σκέδαστος, ον,A easily spread, of a plaster, Orib.9.37.7.II easily dispersed,
ἡδονή Eus.Mynd.63
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἡδονή Eus.Mynd.63
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευδιασκέδαστος — εὐδιασκέδαστος, ον (Α) 1. (για έμπλαστρο) αυτός που απλώνεται, που στρώνει εύκολα 2. αυτός που διασκορπίζεται εύκολα («εὐδιασκέδαστος ἡδονή»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διασκεδάζω] … Dictionary of Greek
εὐδιασκέδαστος — easily spread masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδιασκέδαστον — εὐδιασκέδαστος easily spread masc/fem acc sg εὐδιασκέδαστος easily spread neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδιασκεδάστου — εὐδιασκέδαστος easily spread masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)